- περιτυχόντων
- περιτυγχάνωhappen to be aboutaor part act masc/neut gen plπεριτυγχάνωhappen to be aboutaor imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμαστής — κωμαστής, οῡ, ὁ (Α) [κωμάζω] 1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῡ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.) 2. (στην Αίγυπτο) αυτός που… … Dictionary of Greek